- σύναμμα
- το, ΝΜΑ [συνάπτω]σύνδεσμος, δεσμός, κόμπος («εἰ μέλλειν ἰσχυρῶς ὥσπερ σύναμμα ἰσχυρὸν συνδεῑν», Αριστοτ.)νεοελλ.ναυτ.1. συνένωση, ένωση δύο σχοινιών με τα άκρα τους2. πρόχειρο δέσιμο δύο ρυμάτων με δύο απλές κρεμάθρες, κν. μάτισμα με καντηλίτσεςαρχ.1. γάγγλιο («οὐχ ὥσπερ τινὲς ὑπολαμβάνουσιν αὐτοὺς τοὺς ὄρχεις εἶναι σύναμμα πολλῶν ὀρχῶν», Αριστοτ.)2. φρ. «Περὶ συναμμάτων» — τίτλος έργου τού Χρυσίππου.
Dictionary of Greek. 2013.